вымолвить - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

вымолвить - translation to πορτογαλικά


вымолвить      
pronunciar , proferir , dizer
ficar boquissêco      
отнялся язык, не мочь вымолвить ни слова
ficar boquissêco      
язык отнялся ; не мочь вымолвить ни слова

Ορισμός

вымолвить
сов. перех.
Произнести, сказать что-л. (обычно с усилием или коротко); промолвить.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για вымолвить
1. Страшно вымолвить, но идейным наследием Ленина тов.
2. "Удивительная природа", - только и смогла вымолвить я.
3. Лицо ее побелело, юная мама не могла вымолвить ни слова.
4. От разрывающей меня боли я не могу вымолвить ни слова.
5. "Сексом занимаетесь регулярно?". Муж пытается вымолвить что-то оптимистичное...